Με βάση και την εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας που προβλέπει για την Τετάρτη 27 Ιανουαρίου,την αφιέρωση δύο (2) διδακτικών ωρών σε εκδηλώσεις και εκπαιδευτικές δραστηριότητες για την Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος παραθέτουμε ένα μικρό κείμενο για προβληματισμό από απόσπασμα του βιβλίου του Πρίμο Λέβι Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος :
''.. Οι πόρτες άνοιξαν με πάταγο. Το σκοτάδι αντήχησε από ξενικές διαταγές, από τα βάρβαρα ουρλιαχτά των Γερμανών όταν διατάζουν, που μοιάζουν με ξέσπασμα ενός πανάρχαιου θυμού. Είδαμε μια μεγάλη αποβάθρα, φωτισμένη από προβολείς. Λίγο πιο εκεί μια σειρά από φορτηγά αυτοκίνητα. Και μετά έγινε σιωπή. Κάποιος μετέφρασε: έπρεπε να κατέβουμε […]. Δέκα Ες Ες στέκονταν παράμερα, στητοί, με πρόσωπα σκληρά σαν πέτρα, με ύφος αδιάφορο. Διασκορπίστηκαν ανάμεσά μας και με σιγανή φωνή άρχισαν να μας ανακρίνουν έναν έναν σε άσχημα ιταλικά. “Πόσων ετών είσαι; Υγιής ή άρρωστος;” και ανάλογα με την απάντηση μας υποδείκνυαν δύο διαφορετικές κατευθύνσεις.[…] Κάποιος τόλμησε να ρωτήσει για τις αποσκευές: απάντησαν ”αποσκευές μετά”. Κάποιος άλλος δεν ήθελε να αποχωριστεί τη γυναίκα του: είπαν “ξανά μαζί, μετά”. Πολλές μητέρες δεν ήθελαν να χωριστούν από τα παιδιά τους: είπαν “καλά, μείνε με το παιδί”. […] Σε λιγότερο από δέκα λεπτά όλοι οι ικανοί άντρες είχαμε συγκεντρωθεί σε μια ομάδα. Τι συνέβη στους άλλους, στις γυναίκες, στα παιδιά στους γέρους δεν το μάθαμε: απλώς τους κατάπιε η νύχτα. Σήμερα όμως ξέρουμε ότι το κριτήριο σε εκείνη την ταχύτατη και συνοπτική επιλογή ήταν η ικανότητα του καθενός να δουλέψει για το Ράιχ. Ξέρουμε ότι στα στρατόπεδα […] οδηγήθηκαν ενενήντα έξι άντρες και είκοσι εννέα γυναίκες από το δικό μας τρένο και ότι κανείς από τους υπόλοιπους –αριθμούσαν πάνω από πεντακόσια άτομα– δεν επέζησε [εκείνη τη νύχτα]. Έτσι πέθανε η Εμίλια, μόλις τριών χρόνων, επειδή για τους Γερμανούς ήταν προφανής η ιστορική ανάγκη να εξοντώσουν τα παιδιά των Εβραίων. Η Εμίλια, κόρη του μηχανικού Άλντο Λέβι από το Μιλάνο, ένα παιδί γεμάτο περιέργεια, έξυπνη και χαρούμενη. […] Έτσι ξαφνικά και απροσδόκητα χάθηκαν οι γυναίκες μας, οι γονείς μας, τα παιδιά μας. Κανείς δεν μπόρεσε να τους αποχαιρετήσει. Τους είδαμε για λίγο στην άλλη άκρη της αποβάθρας, σαν μια σκοτεινή μάζα, και μετά δεν τους ξανάδαμε πια».
|